- χαρακτήρισμα
- χαρακτήρ-ισμα, ατος, τό,A = χαρακτήρ 11.5, in pl.,
ποιητῶν Tz.
Proll. Hes., Proll.Lyc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιητῶν Tz.
Proll. Hes., Proll.Lyc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαρακτήρισμα — Proll. Hes. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτήρισμα — ίσματος, τὸ, Μ [χαρακτηρίζω] ιδιαίτερο ύφος λεκτικής έκφρασης ή, κατ άλλους, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
χαρακτηρισμάτων — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηρίσματα — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)